- ορτσάρω
- 1. οδηγώ ιστιοφόρο προς τη φορά τού ανέμου («ορτσάρισε, ορτσάρισε, / τον κάβο καβαντζάρισε», δημ. τραγούδι)2. (για ιστιοφόρο πλοίο) προσάγομαι προς την κοίτη τού ανέμου («ορτσάρισε, μπρατσέρα μου, / να φέρεις τον αέρα μου», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. orzare].
Dictionary of Greek. 2013.