ορτσάρω

ορτσάρω
1. οδηγώ ιστιοφόρο προς τη φορά τού ανέμου («ορτσάρισε, ορτσάρισε, / τον κάβο καβαντζάρισε», δημ. τραγούδι)
2. (για ιστιοφόρο πλοίο) προσάγομαι προς την κοίτη τού ανέμου («ορτσάρισε, μπρατσέρα μου, / να φέρεις τον αέρα μου», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. orzare].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορτσάρισμα — το [ορτσάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ορτσάρω, η στροφή, η κίνηση τού πλοίου προς το ρεύμα τού ανέμου ώς τη γωνία πέρα από την οποία τα πανιά παύουν να δέχονται τον άνεμο …   Dictionary of Greek

  • ιστώ — άω ναυτ. (για πλοία) 1. τοποθετώ τους ιστούς στο πλοίο 2. διευθύνω το πλοίο προς τον άνεμο, κν. τραβερσώνω ή ορτσάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”